παρακαταβολῆς

παρακαταβολῆς
παρακαταβολή
money deposited in court
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επιδέκατος — ἐπιδέκατος, ον (Α) 1. αυτός που περιέχει έναν ακέραιο αριθμό και ένα δέκατο 2. ο ένας από τους δέκα ή ένας στους δέκα 3. καταβολή δέκα τοις εκατό έναντι οφειλής ή ως παρακαταβολής 4. επί πλέον καταβολή ενός δεκάτου …   Dictionary of Greek

  • παρακαταβολή — ἡ, Α [παρακαταβάλλω] 1. (αττ. δίκ.) χρηματικό ποσό που καταβαλλόταν κατά την αθηναϊκή νομοθεσία στο αρχείον* από τον ενάγοντα που πρόβαλλε αξιώσεις, προτού αρχίσει η διεξαγωγή μιας κληρονομικής δίκης, ποσό που πιθανώς ήταν ίσο με το ένα δέκατο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”